Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

τὸ ἐφηβικόν

См. также в других словарях:

  • ἐφηβικόν — ἐφηβικός of masc acc sg ἐφηβικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφηβικός — ή, ό (Α ἐφηβικός, ή, όν, δωρ. τ. ἐφαβικός) [έφηβος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους εφήβους ή στην εφηβική ηλικία, νεανικός (α. «ἐφαβικὰ βαῑνε δ ἐς ἆθλα», Θεόκρ. β. «εμάντευες όλο εκείνο το εφηβικό κορμί το μεστωμένο», Ξενόπλ.) νεοελλ. μτφ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»